ξεκαπνίζω

ξεκαπνίζω
ξεκάπνισα, αφαιρώ, καθαρίζω καπνοδόχο, θερμάστρα από τις καπνιές: Ξεκαπνίσαμε το τζάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεκαπνίζω — καθαρίζω την αιθάλη καπνοδόχου ή την κάπνα θερμάστρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπνίζω «μαυρίζω κάτι με καπνό»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκάπνισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαπνίζω, καθαρισμός τής καπνοδόχου ή θερμάστρας από τον καπνό …   Dictionary of Greek

  • ξεκάπνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπνίζω, καθάρισμα καπνοδόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”